μετεωρισμός

μετεωρισμός
Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα.
* * *
ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω]
1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. οίδημα, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. διόγκωση τού κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο έντερο
μσν.
1. αστεϊσμός, πείραγμα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
3. αναβολή, αργοπορία, χρονοτριβή
αρχ.
1. έπαρση, υπερηφάνεια
2. εκδήλωση θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)
3. η άνοδος και η έξοδος τής ρίζας φυτού στην επιφάνεια τής γης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετεωρισμός — rising to the surface masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμός — ο 1. η ανύψωση: Ο μετεωρισμός του αεροπλάνου. 2. (ιατρ.), το φούσκωμα των εντέρων με αέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρισμοῖς — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοῖσιν — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοί — μετεωρισμός rising to the surface masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμοῦ — μετεωρισμός rising to the surface masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμούς — μετεωρισμός rising to the surface masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμῶν — μετεωρισμός rising to the surface masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμῷ — μετεωρισμός rising to the surface masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμόν — μετεωρισμός rising to the surface masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”